- αφειδής
- -ές (AM ἀφειδής, -ές)Ι. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς φειδώ, γενναιόδωρος ή σπάταλος2. (για πράγματα) αυτός που παρέχεται ή συντελείται χωρίς φειδώ, άφθονοςII. επίρρ. αφειδώς1. χωρίς φειδώ, απλόχερα2. αλύπητα, χωρίς έλεοςαρχ.αυτός που δεν δίνει σημασία, που περιφρονεί κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φειδής < φείδομαι (πρβλ. βιοφειδής, πολυφειδής)].
Dictionary of Greek. 2013.